- χαρτομάντης
- ο, θηλ. χαρτομάντισσα, Ναυτός που ασχολείται με την χαρτομαντεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μάντης. Η λ., στον τ. χαρτόμαντις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτομάντισσα — η, Ν βλ. χαρτομάντης … Dictionary of Greek